Θα ήθελα να μιλήσω για το συντακτικό της επιτυχίας και τη γραμματική της διάκρισης. Βλέπετε στέκομαι σχετικά άβολα μπροστά σας. Κι αυτό γιατί με την τέχνη μου επιδιώκω πάντοτε να ανακαλύπτω –και κατά συνέπεια να αποκαλύπτω– τα σημεία εκείνα που δεν εκδηλώνονται, τα λόγια που δεν έχουν ειπωθεί (άλλοτε γιατί δεν μπορούν και άλλοτε γιατί δεν τους επιτρέπεται). Προσπαθώ εντέλει να ξεσκεπάζω ό,τι ο απόλυτος λόγος της εξουσίας ισοπεδώνει και αυτό που οι κυρίαρχες τελετουργίες απωθούν. Καθώς όμως ό,τι διακρίνεται διαφαίνεται και εν συνεχεία ιεραρχείται, διάκριση σημαίνει αμφισβήτηση εκείνης της πολύτιμης διαφάνειας που ο δικός μου -εμβόλιμος- λόγος επιδιώκει. Αναφέρομαι στην αιχμηρή πρόθεση «διά», έτσι βαριά όπως κατακάθεται στις λέξεις, διαχωρίζοντας τους ανθρώπους και συνάμα τις πράξεις τους, ιεραρχώντας τα πάντα στην ολισθηρή κλίμακα του καλού-καλύτερου-άριστου.
Διάκριση βέβαια είναι παράδοξα και η δυνατότητά μας να παράγουμε νόημα. Πώς αλλιώς θα γινόταν να καταλάβουμε το πάθος αν δε διακρίναμε τον έρωτα από την αγάπη; Χωρίς αυτή την αναλυτική δυνατότητα δε θα μπορούσε ποτέ ο Ευριπίδης να συλλάβει τη λειτουργία του έρωτα και να δημιουργήσει το τέρας που ονομάζεται Μήδεια. Κατά συνέπεια, δε θα μπορούσαμε όλοι εμείς να συνταυτιστούμε μαζί της, να την καταλάβουμε μόνο καθώς διακρίνουμε πόσο κοντά είναι το μακριά. Χωρίς τη διάκριση μεταξύ ευθύνης και ηθικής δε θα μπορούσε ο Σοφοκλής να γράψει την Αντιγόνη ούτε εμείς να αντιληφθούμε πού τελειώνει η εξουσία, πού αρχίζει η ελευθερία και πώς τα δύο συγκρούoνται (η «θυσία» ας διακριθεί σε αυτή την περίπτωση ως παράπλευρη απώλεια).
Επιτρέψτε μου να εκφράσω μια επιθυμία. Ας φανταστούμε αυθαίρετα (επιπόλαια ίσως) πως οι ιδέες απελευθερώνονται από τα βιογραφικά και πως ο χαρακτήρας αυτής της διάκρισης μόνο στόχο έχει να μας κάνει να καταλάβουμε. Είναι λοιπόν με αυτή τη διάκριση μεταξύ διάκρισης και διάκρισης που θα ήθελα να δεχτώ την τιμή που μου κάνετε σήμερα. Όπως αυτή εφαρμόζεται αποκλειστικά στις ιδέες μου. Κύριε Πρόεδρε, κυρία Λουκή και κύριε Τάκη Νεμίτσα, αγαπητή επιτροπή, σας ευχαριστώ.
Από την άλλη, η «επιτυχία» μού είναι μια λέξη πιο συμπαθής, εφόσον όπου το «διά» χωρίζει, εκεί το «επί» παρασιτεί, κι ας έχω προτίμηση στα παράσιτα έναντι στα ξίφη. Βλέπετε το «επί» παρασιτεί εις βάρος των λέξεων φθείροντας τες, μόνο για να τονίσει τη σημασία τους. Ορίστε άλλο ένα παράδοξο λοιπόν, καθώς επικαλούμαι, ως δεύτερο σημείο τον παρασιτισμό της τύχης, που έγκειται στο ότι είμαι επι-τυχής που έχω την υποστήριξη μιας εξαιρετικής οικογένειας, των γονέων μου και της αδερφής μου, καθώς και την αδιάλειπτη συντροφιά εξαιρετικών φίλων -κάποιων που βρίσκονται εδώ, άλλων που δυστυχώς είναι μακριά και κάποιων που θα είναι πάντα μακριά- μιας ευρύτερης κοινότητας φαντασιακών και πραγματικών συνοδοιπόρων που με βοήθησαν να αμφισβητώ το εύλογο και να αναζητώ ένα λιγότερο απόλυτο φίλτρο προσέγγισης της πραγματικότητας.
Αναγνωρίζω τα όρια της παράδοσης μέσα στην οποία κινούμαι. Αυτό που έχουμε ονομάσει άχαρα και «άχρονα» «σύγχρονη τέχνη». Ακούω συχνά για τις δυσκολίες κατανόησης της γλώσσας αυτής που με πολλούς άλλους επέλεξα να χειρίζομαι, μιας γλώσσας που πιστεύω πως δικαιολογημένα μπορεί να χαρακτηριστεί ενίοτε απο αυτοαναφορική μέχρι αυτοβόρα. Δε θα μιλήσω ως απολογητής της σύγχρονης τέχνης -άλλωστε δεν υπήρξα ποτέ πιστός της, σιχαίνομαι τα δόγματα, άλλαξα πολλές φορές κατευθύνσεις, ιδέες, αισθήσεις και αισθητικές- δράττομαι όμως της ευκαιρίας για να εξηγήσω πού ακριβώς πιστεύω πως έγκειται η σημασία της: στέκεται αντίθετη στην ανασφάλεια που δημιουργεί η αίσθηση του ακατανόητου, ενάντια στην ευκολία του εύλογου, στην ανάγκη να υποστηρίξουμε τις περιπλοκές. Ο κόσμος μέσα στον οποίο ζούμε είναι περίπλοκος. Πιστεύω λοιπόν πως η σύγχρονη τέχνη αποτελεί μια από τις πιο ευέλικτες τελετουργίες για να κατανοήσει κανείς τους φαύλους κύκλους της εποχής μας. Θα μπορούσε βέβαια κάποιος να πεί: «Ναι όμως δεν είναι ακριβώς αυτή η ευρύτητα που επιτρέπει τόσες άστοχες ασυναρτησίες;» Δεν είμαι καθόλου κυνικός, υποστηρίζω ωστόσο τη δυνατότητα της ασυναρτησίας καθώς δεν μπορεί να σηματοδοτηθεί νόημα δίχως το αντίθετό του και δε νοείται πειραματισμός χωρίς χαλάρωση.
Δε ζούμε σε ένδοξους καιρούς. Κάθε άλλο. Διανύουμε τις τραγικές και επώδυνες διεργασίες ώστε να νικήσουμε μια για πάντα το «ένδοξο» του παρελθόντος, όπως το κληρονομήσαμε μέσα από αγκυλώσεις και βαρβαρότητες. Αν ποτέ το πετύχουμε αυτό, θα είναι σίγουρα μια σημαντική νίκη. Παρότι μετράμε πια δεκαπέντε χρόνια στον 21ο αιώνα δε μου φαίνεται να έχουμε ακόμα τελειώσει με τον 20ο και το ένδοξο είναι ένας από τους επικίνδυνους κρίκους της ακατάπαυστης παλινδρόμησής μας. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο η «σύγχρονη τέχνη» παραμένει μια θαυμαστή και χρήσιμη γενεαλογία, παράλληλη με το ένδοξο και τη δική του ιστορία. Σκεφτείτε για παράδειγμα τις ελπίδες που είχε εναποθέσει στο μέλλον το κίνημα του φουτουρισμού και όλους τους πόθους των άλλων τότε πρωτοποριών. Η αβάν-γκαρντ είναι εξ ορισμού μια έννοια παράχρονη, καθώς εκδηλώνεται σε ένα δεδομένο παρόν ως αντίδραση, προβάλλοντας τις εισηγήσεις της στο μέλλον. Τώρα έχει περάσει ένας αιώνας και όλοι ξέρουμε πως εκείνο το μέλλον δε συνέβη τελικά ποτέ και ούτε πρόκειτε να συμβεί. Δε μας απομένει λοιπόν παρά να τελειώνουμε μια και καλή με αυτό.
Σιχαίνομαι τη νοσταλγία, μιας και δεν είναι παρά καρικατούρα του παρελθόντος. Όπου κι αν ταξίδεψα τα τελευταία χρόνια, όποιες κοινωνίες κι αν γνώρισα, από την Ασία ως την Ευρώπη και την Αμερική, συνάντησα ανθρώπους που νοσταλγούν το «ένδοξό» τους παρελθόν, μέσα από σειρά επιλογών και διαλείψεων που εξευμενίζουν και εξιδανικεύουν το χθες. Αντίστροφα λοιπόν από τους φουτουριστές και τους νοσταλγούς, θα ήθελα να οργανώσω όλες μου τις σκέψεις στο πώς θα κερδίσουμε το παρόν και μαζί την ευθύνη που έχουμε στο παρόν. Δε θέλω να ακουστώ απαισιόδοξος, το αντίθετο μάλιστα. Η απαισιoδοξία ευσταθεί όπου υπάρχει ακόμα φόβος ότι κάτι μπορεί να χαθεί, ενώ τώρα που σχεδόν όλα έχουν χαθεί, δε μας απομένει τίποτε άλλο παρά να αισιοδοξούμε. Πιστεύω λοιπόν πως η σύγχρονη τέχνη, μπορεί να λειτουργεί δυναμικά σε αυτό το φορτισμένο πεδίο, καθώς εδράζεται συνάμα στη μνήμη και στη φαντασία, στο παρελθόν και στο μέλλον, δηλαδή σε εκείνες τις δύο αφαιρέσεις που η έννοια της «παλινόρθωσης» συντονίζει επικίνδυνα. Θέλω να σκέφτομαι πως η δουλειά μου υπηρετεί την ευθύνη που έχουμε να αρθρώνουμε λόγο ενάντια στην «παλινόρθωση», να συμφιλιωθούμε με το παρελθόν και να συνθηκολογήσουμε, έστω και τώρα, με μεγάλη καθυστέρηση, με το παρόν.